- ἔψηλα
- ψάλλωpluckaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψηλαφώ — ψηλαφῶ, άω, ΝΜΑ 1. αγγίζω κάτι ελαφρά, με τις άκρες τών δαχτύλων μου 2. προσπαθώ να βρω κάτι ψάχνοντας με τα δάχτυλα 3. θωπεύω, χαϊδεύω 4. εξετάζω προσεχτικά αγγίζοντας με τα δάχτυλα μσν. ζητώ, ψάχνω να βρω αρχ. αποπειρώμαι, επιχειρώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek